- παρεξουθενώ
- -έω, Αθεωρώ κάτι μηδαμινό και ασήμαντο, περιφρονώ σε πολύ μεγάλο βαθμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐξουθενῶ «περιφρονώ, εκμηδενίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρεξουδενώ — έω, Α 1. παρεξουθενώ*. θεωρώ κάτι μηδαμινό 2. εκμηδενίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐξουδενῶ «εξευτελίζω, εκμηδενίζω»] … Dictionary of Greek